Greek Meaning of fractionally

κλασματικά

Other Greek words related to κλασματικά

Definitions and Meaning of fractionally in English

Webster

fractionally (adv.)

By fractions or separate portions; as, to distill a liquid fractionally, that is, so as to separate different portions.

FAQs About the word fractionally

κλασματικά

By fractions or separate portions; as, to distill a liquid fractionally, that is, so as to separate different portions.

ανεπαίσθητα,ολοένα και περισσότερο,Προοδευτικά,αργά,βαθμιαία,αυξανόμενα,ιεραρχικά,σιγά-σιγά,κομμάτι κομμάτι

απότομα,έντονα,ξαφνικά,οξέως,απότομα,βιαστικά,απότομα

fractional process => Κλασματική διαδικασία, fractional monetary unit => Κλασματική χρηματική μονάδα, fractional distillation => Κλασματική απόσταξη, fractional currency => κλασματικό νόμισμα, fractional => κλάσμα,