Greek Meaning of fractural
κάταγμα
Other Greek words related to κάταγμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fractural
- fractiousness => Αχρειότητα
- fractiously => διασταυρούμενα
- fractious => ευέξαπτος
- fractionation => Κλασματοποίηση
- fractionate => κλασματικός
- fractionary => κλασματικός
- fractionally => κλασματικά
- fractional process => Κλασματική διαδικασία
- fractional monetary unit => Κλασματική χρηματική μονάδα
- fractional distillation => Κλασματική απόσταξη
Definitions and Meaning of fractural in English
fractural (a.)
Pertaining to, or consequent on, a fracture.
FAQs About the word fractural
κάταγμα
Pertaining to, or consequent on, a fracture.
No synonyms found.
No antonyms found.
fractiousness => Αχρειότητα, fractiously => διασταυρούμενα, fractious => ευέξαπτος, fractionation => Κλασματοποίηση, fractionate => κλασματικός,