Greek Meaning of fracturing
κάταγμα
Other Greek words related to κάταγμα
- σπάσιμο
- ανησυχητικός
- κατακερματισμός
- ανατίναξη
- χωρίζοντας
- έκρηξη
- ράγισμα
- συντριπτικός
- Καταστροφικός
- αποσυντιθέμενος
- αποσυναρμολόγηση
- άλεση
- μειώνοντας
- σχίσιμο
- καταστροφική
- συντριπτικός
- φανταστικός
- σχίση
- ατομοποίηση
- εκρήγνυται
- έκρηξη
- σχηματοποίηση
- Εκρηκτικό
- έκρηξη προς τα μέσα
- σκάσιμο
- πούδρα
- κονιορτοποίηση
- τρεμάμενος
- διάσπαση
- θρυμματισμός
- καταστρεπτικός
Nearest Words of fracturing
Definitions and Meaning of fracturing in English
fracturing (p. pr. & vb. n.)
of Fracture
FAQs About the word fracturing
κάταγμα
of Fracture
σπάσιμο,ανησυχητικός,κατακερματισμός,ανατίναξη,χωρίζοντας,έκρηξη,ράγισμα,συντριπτικός,Καταστροφικός,αποσυντιθέμενος
επιδιόρθωση,επούλωση,επισκευή,patch,ανοικοδόμηση,ανακατασκευή,ανακαίνιση,επισκευή,Θεραπεία,ανακαίνιση
fractured => ραγισμένο, fracture => κάταγμα, fractural => κάταγμα, fractiousness => Αχρειότητα, fractiously => διασταυρούμενα,