Greek Meaning of disrupting
ανησυχητικός
Other Greek words related to ανησυχητικός
- σπάσιμο
- Καταστροφικός
- αποσυντιθέμενος
- κάταγμα
- κατακερματισμός
- μειώνοντας
- καταστροφική
- συντριπτικός
- ανατίναξη
- χωρίζοντας
- έκρηξη
- ράγισμα
- συντριπτικός
- αποσυναρμολόγηση
- Εκρηκτικό
- άλεση
- κονιορτοποίηση
- σχίσιμο
- φανταστικός
- σχίση
- καταστρεπτικός
- ατομοποίηση
- εκρήγνυται
- έκρηξη
- σχηματοποίηση
- έκρηξη προς τα μέσα
- σκάσιμο
- πούδρα
- τρεμάμενος
- διάσπαση
- θρυμματισμός
Nearest Words of disrupting
Definitions and Meaning of disrupting in English
disrupting (p. pr. & vb. n.)
of Disrupt
FAQs About the word disrupting
ανησυχητικός
of Disrupt
σπάσιμο,Καταστροφικός,αποσυντιθέμενος,κάταγμα,κατακερματισμός,μειώνοντας,καταστροφική,συντριπτικός,ανατίναξη,χωρίζοντας
επιδιόρθωση,επούλωση,patch,ανοικοδόμηση,ανακατασκευή,ανακαίνιση,επισκευή,Θεραπεία,επισκευή,ανακαίνιση
disrupted => διακοπή, disrupt => διαταράσσω, disruly => ατίθασος, disrulily => ανασταλτικά, disrudder => πηδάλιο,