FAQs About the word wrecking

καταστρεπτικός

the event of a structure being completely demolished and leveled, destruction achieved by causing something to be wrecked or ruinedof Wreck, a. & n. from Wreck,

βύθιση,ναυάγιο,ναυάγιο,ναυάγιο,συντρίμμια,προσάραξη,βύθιση,Γείωση,βύθιση,Προσάραξη

ανάκαμψη,διάσωση,διάσωση

wreckful => συντρίμμια, wreckfish => Χανούμισσα, wrecker => Ναυάγιο, wrecked => βυθισμένο, wreckage => συντρίμμια,