Greek Meaning of shipwrecking
ναυάγιο
Other Greek words related to ναυάγιο
Nearest Words of shipwrecking
- shipwrecked => Ναυαγός
- shipwreck survivor => Ναυαγός
- shipwreck => ναυάγιο
- shipworm => τρυπητάρης
- shipway => ναυπηγείο
- ship-towed long-range acoustic detection system => Σύστημα ανίχνευσης ήχου μεγάλης εμβέλειας που ρυμουλκείται από πλοία
- shipside => Στο πλοίο
- shipshape => Γρήγορα
- ship's papers => Έγγραφα πλοίου
- ship's officer => Αξιωματικός πλοίου
Definitions and Meaning of shipwrecking in English
shipwrecking (p. pr. & vb. n.)
of Shipwreck
FAQs About the word shipwrecking
ναυάγιο
of Shipwreck
ναυάγιο,βύθιση,ναυάγιο,καταστρεπτικός,συντρίμμια,προσάραξη,βύθιση,Γείωση,Προσάραξη
ανάκαμψη,διάσωση,διάσωση
shipwrecked => Ναυαγός, shipwreck survivor => Ναυαγός, shipwreck => ναυάγιο, shipworm => τρυπητάρης, shipway => ναυπηγείο,