Greek Meaning of shipshape
Γρήγορα
Other Greek words related to Γρήγορα
- καθαρός
- τακτοποιημένο
- τακτοποιημένος
- Διακόσμηση
- αντισηπτικό
- Κροκαλένια
- καλλωπισμένος
- άμωμος
- Καλοχτενισμένος
- οργανωμένος
- οργανωμένος
- σφιγμένος
- εγωιστής
- άνετος
- τριγωνομετρία
- Ακατάστατος
- Περιποιημένος
- παραλαβή
- καπελοθήκη
- καλοντυμένος
- καλοντυμένος
- γοητευτικός
- θρασύς
- κομψός
- έξυπνος
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- φανταχτερός
- άψογος
- έλατο
- βελτιωμένο
- συστηματικός
- σφιχτός
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- Βρόμικος
- ακατάστατος
- ατημέλητος
- ξεπεσμένος
- φθαρμένος
- ατημέλητος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- παλιομοδίτικος
- φάουλ
- ανακατεμένα
- ακατάστατος
- βρώμικο
- τσαλακωμένος
- σλοβένικος
- βρώμικος
- άθλιος
- ανοργάνωτος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- αχτένιστος
- αναποδογύρισμα
- μη συστηματικός
Nearest Words of shipshape
- shipside => Στο πλοίο
- ship-towed long-range acoustic detection system => Σύστημα ανίχνευσης ήχου μεγάλης εμβέλειας που ρυμουλκείται από πλοία
- shipway => ναυπηγείο
- shipworm => τρυπητάρης
- shipwreck => ναυάγιο
- shipwreck survivor => Ναυαγός
- shipwrecked => Ναυαγός
- shipwrecking => ναυάγιο
- shipwright => Ναυπηγός
- shipyard => Ναυπηγείο
Definitions and Meaning of shipshape in English
shipshape (s)
of places; characterized by order and neatness; free from disorder
shipshape (a.)
Arranged in a manner befitting a ship; hence, trim; tidy; orderly.
shipshape (adv.)
In a shipshape or seamanlike manner.
FAQs About the word shipshape
Γρήγορα
of places; characterized by order and neatness; free from disorderArranged in a manner befitting a ship; hence, trim; tidy; orderly., In a shipshape or seamanli
καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,Διακόσμηση,αντισηπτικό,Κροκαλένια,καλλωπισμένος,άμωμος,Καλοχτενισμένος,οργανωμένος
αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,Βρόμικος,ακατάστατος,ατημέλητος,ξεπεσμένος,φθαρμένος,ατημέλητος
ship's papers => Έγγραφα πλοίου, ship's officer => Αξιωματικός πλοίου, ship's galley => Κουζίνα πλοίου, ship's company => το πλήρωμα του πλοίου, ship's chandler => Αρμενιστής,