Greek Meaning of natty
καλοντυμένος
Other Greek words related to καλοντυμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- τσαλακωμένος
- φθαρμένος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- αχτένιστο
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ρυτιδωμένος
- μουντός
- Βρόμικος
- φάουλ
- βρώμικος
- βρώμικος
- ανακατεμένα
- βρώμικο
- τριβή
- ατημέλητος
- ύπουλος
- λερωμένος
- Στιγμένος
- Λεκιασμένος
- Ακάθαρτος
- παλιομοδίτικος
- άκομψος
- ξεπερασμένος
- άκομψος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- λερωμένο
- Μολυσμένο
Nearest Words of natty
- natural => φυσικός
- natural ability => φυσική ικανότητα
- natural action => Φυσική δράση
- natural childbirth => Φυσιολογικός τοκετός
- natural covering => Φυσική επικάλυψη
- natural depression => φυσική κατάθλιψη
- natural elevation => φυσική έξαρση
- natural enclosure => Φυσικό περίφραγμα
- natural endowment => Φυσικό χάρισμα
- natural event => Φυσικό γεγονός
Definitions and Meaning of natty in English
natty (s)
marked by up-to-dateness in dress and manners
natty (a.)
Neat; tidy; spruce.
FAQs About the word natty
καλοντυμένος
marked by up-to-dateness in dress and mannersNeat; tidy; spruce.
καλοντυμένος,κομψός,μοντέρνος,έξυπνος,έλατο,κομψό,προσεκτικός,σικ,επίσημος,επίσημος
αχτένιστος,ατημέλητος,ατημέλητος,ατημέλητος,ακατάστατος,τσαλακωμένος,φθαρμένος,απρόσεκτος,ατημέλητος,αχτένιστο
nattiness => κομψότητα, nattily => κομψά, natterjack => Πρασινόφρυνος, natter => κουβέντα, natta => Νάτα,