Greek Meaning of groomed

καλλωπισμένος

Other Greek words related to καλλωπισμένος

Definitions and Meaning of groomed in English

Wordnet

groomed (a)

neat and smart in appearance; well cared for

Webster

groomed (imp. & p. p.)

of Groom

FAQs About the word groomed

καλλωπισμένος

neat and smart in appearance; well cared forof Groom

καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,Διακόσμηση,αντισηπτικό,Κροκαλένια,άμωμος,Καλοχτενισμένος,οργανωμένος,οργανωμένος

αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,Βρόμικος,ακατάστατος,ανακατεμένα,ατημέλητος,ξεπεσμένος,φθαρμένος

groom => γαμπρός, gronte => gronte, gronland => Γροιλανδία, grond => γη, gromwell => γρεμόλια,