Greek Meaning of kempt
Καλοχτενισμένος
Other Greek words related to Καλοχτενισμένος
- καθαρός
- τακτοποιημένο
- τακτοποιημένος
- Διακόσμηση
- αντισηπτικό
- Κροκαλένια
- καλλωπισμένος
- άμωμος
- οργανωμένος
- οργανωμένος
- σφιγμένος
- Γρήγορα
- εγωιστής
- άνετος
- τριγωνομετρία
- Ακατάστατος
- Περιποιημένος
- παραλαβή
- καπελοθήκη
- καλοντυμένος
- καλοντυμένος
- γοητευτικός
- θρασύς
- κομψός
- έξυπνος
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- φανταχτερός
- άψογος
- έλατο
- βελτιωμένο
- συστηματικός
- σφιχτός
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- ακατάστατος
- ατημέλητος
- φθαρμένος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- Βρόμικος
- φάουλ
- ανακατεμένα
- ακατάστατος
- βρώμικο
- τσαλακωμένος
- ξεπεσμένος
- ατημέλητος
- σλοβένικος
- βρώμικος
- άθλιος
- ανοργάνωτος
- παλιομοδίτικος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- αχτένιστος
- αναποδογύρισμα
- μη συστηματικός
Nearest Words of kempt
Definitions and Meaning of kempt in English
kempt (s)
(of hair) neat and tidy
kempt ()
of Kemb
p. p. of Kemb.
FAQs About the word kempt
Καλοχτενισμένος
(of hair) neat and tidyof Kemb, p. p. of Kemb.
καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,Διακόσμηση,αντισηπτικό,Κροκαλένια,καλλωπισμένος,άμωμος,οργανωμένος,οργανωμένος
αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,ακατάστατος,ατημέλητος,φθαρμένος,απρόσεκτος,ατημέλητος,ατημέλητος
kemps => Κέμπς, kempe => Κέμπε, kemp => Κεμπ, kemelin => Kemelin, kembing => χτένα,