Greek Meaning of slovenly

ατημέλητος

Other Greek words related to ατημέλητος

Definitions and Meaning of slovenly in English

Wordnet

slovenly (s)

negligent of neatness especially in dress and person; habitually dirty and unkempt

Webster

slovenly (adv.)

a slovenly manner.

FAQs About the word slovenly

ατημέλητος

negligent of neatness especially in dress and person; habitually dirty and unkempta slovenly manner.

ακατάστατος,τριχωτός,απρόσεκτος,ατημέλητος,ακατάστατος,ρυτιδωμένος,φουσκωμένος,φουσκωτός,χαοτικός,μπερδεμένος

σικ,καλοντυμένος,αριστοκρατικός,μοντέρνος,μοντέρνος,οργανωμένος,κοφτερός,έξυπνος,έλατο,κομψό

slovenliness => ακαθαρσία, slovenija => Σλοβενία, slovenian => Σλοβενικά, slovenia => Σλοβενία, slovene => σλοβένικα,