Greek Meaning of unkempt

ατημέλητος

Other Greek words related to ατημέλητος

Definitions and Meaning of unkempt in English

Wordnet

unkempt (s)

not neatly combed

not properly maintained or cared for

Webster

unkempt (a.)

Not combed; disheveled; as, an urchin with unkempt hair.

Fig.; Not smoothed; unpolished; rough.

FAQs About the word unkempt

ατημέλητος

not neatly combed, not properly maintained or cared forNot combed; disheveled; as, an urchin with unkempt hair., Fig.; Not smoothed; unpolished; rough.

χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,αχτένιστος,Βρόμικος,μπλεγμένος,σκορπισμένα,ακατάστατος,τριχωτός,απρόσεκτος

αντισηπτικό,Καθαρός,καθαρισμένος,Κροκαλένια,υγιεινός,άμωμος,Καλοχτενισμένος,καθαρός,παραγγελθέντα,οργανωμένος

unkemmed => αχτένιστος, unke => ουγκιά, unkard => άγνωστο, unjustness => αδικία, unjustly => άδικα,