Greek Meaning of careful
προσεκτικός
Other Greek words related to προσεκτικός
- συναγερμός
- προσεκτικός
- επιφυλακτικός
- επιφυλακτικός
- συνετός
- συντηρητικός
- προσεκτικός
- προσεκτικά
- Φρουρούμενος
- προσεκτικός
- ασφαλής
- στοχαστικός
- ακούσιος
- προσεκτικός, προσεκτική
- ξύπνιος
- προσεκτικός
- υπολογίζοντας
- εσκεμμένος
- διορατικός
- διορατικός
- προνοητικός
- παρατηρητικός
- προνοητικός
- προσεκτικός
- πονηρός
- αργός
- άγρυπνος
- επαγρυπνών
- υπερβολικά προσεκτικός
- έντονος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- παρορμητικός
- Δερματικό εξάνθημα
- απερίσκεπτος
- ανεξάρτητα
- απροστάτευτος
- απρόσεκτος (aprósektos)
- Επικίνδυνος
- απρόσεκτος
- κοιμισμένος
- θρασύς
- απερίσκεπτος
- απρόσεκτος
- απερίσκεπτος
- αναίσθητος
- αδιάκριτος
- αφρόντιστη
- χαλαρός
- αμελής
- αμελής
- αμελής
- απρόσεκτος
- τολμηρός
- ξεχασιάρης
- ακούσιος
- ακούσιο
- απρογραμμάτιστος
Nearest Words of careful
Definitions and Meaning of careful in English
careful (a)
exercising caution or showing care or attention
careful (s)
cautiously attentive
unhurried and with care and dignity
full of cares or anxiety
mindful of the future in spending money
careful (a.)
Full of care; anxious; solicitous.
Filling with care or solicitude; exposing to concern, anxiety, or trouble; painful.
Taking care; giving good heed; watchful; cautious; provident; not indifferent, heedless, or reckless; -- often followed by of, for, or the infinitive; as, careful of money; careful to do right.
FAQs About the word careful
προσεκτικός
exercising caution or showing care or attention, cautiously attentive, unhurried and with care and dignity, full of cares or anxiety, mindful of the future in s
συναγερμός,προσεκτικός,επιφυλακτικός,επιφυλακτικός,συνετός,συντηρητικός,προσεκτικός,προσεκτικά,Φρουρούμενος,προσεκτικός
έντονος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,παρορμητικός,Δερματικό εξάνθημα,απερίσκεπτος,ανεξάρτητα,απροστάτευτος,απρόσεκτος (aprósektos),Επικίνδυνος
carefreeness => ανεμελιά, carefree => ανέμελος, careerist => Καριερίστας, careerism => καριερισμός, careering => ορμητικός,