Greek Meaning of chary

επιφυλακτικός

Other Greek words related to επιφυλακτικός

Definitions and Meaning of chary in English

Wordnet

chary (s)

characterized by great caution and wariness

Webster

chary (a.)

Careful; wary; cautious; not rash, reckless, or spendthrift; saving; frugal.

FAQs About the word chary

επιφυλακτικός

characterized by great caution and warinessCareful; wary; cautious; not rash, reckless, or spendthrift; saving; frugal.

προσεκτικός,προσεκτικός,επιφυλακτικός,συναγερμός,συνετός,συντηρητικός,προσεκτικός,προσεκτικά,Φρουρούμενος,προσεκτικός

έντονος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,παρορμητικός,Δερματικό εξάνθημα,απερίσκεπτος,ανεξάρτητα,απροστάτευτος,απρόσεκτος (aprósektos),Επικίνδυνος

charwomen => καθαρίστρια, charwoman => καθαρίστρια, chartulary => χαρτοφυλάκιο, chartreux => Γάτα Σαρτρέ, chartreuse => Σαρτρέζ,