Greek Meaning of canny

πονηρός

Other Greek words related to πονηρός

Definitions and Meaning of canny in English

Wordnet

canny (s)

showing self-interest and shrewdness in dealing with others

Webster

canny (a.)

Alt. of Cannei

FAQs About the word canny

πονηρός

showing self-interest and shrewdness in dealing with othersAlt. of Cannei

οξυδερκής,έμπειρος,πονηρός,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,αστραφτερός,εύστοχος,Έξυπνος,πονηρός

ατέχναστος,πυκνό,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,αφελής,αθώος,αφελης,άθελά του,ανόητος,εκμεταλλεύσιμος

cannulize => Κανουλίζω, cannulization => Καθετηρίαση, cannulise => καθετηριάζω, cannulisation => Καθετηριασμός, cannulation => καθετηριασμός,