Greek Meaning of quick-witted

γρήγορος

Other Greek words related to γρήγορος

Definitions and Meaning of quick-witted in English

Wordnet

quick-witted (s)

mentally nimble and resourceful

Webster

quick-witted (a.)

Having ready wit

FAQs About the word quick-witted

γρήγορος

mentally nimble and resourcefulHaving ready wit

εξαιρετικό,Έξυπνος,γρήγορος,έξυπνος,γρήγορος,κοφτερός,έξυπνος,συναγερμός,έξυπνος,φωτεινό

Εγκεφαλικός θάνατος,ανόητος,πυκνό,αχνός,νυσταγμένος,βαρετό,ανόητος,αμβλύ,αδιαφανής,ανόητος

quick-tempered => ευέξαπτος, quickstep => κουίκστεπ, quicksilvering => αργύρωμα, quicksilvered => αργυρωμένο με υδράργυρο, quicksilver => υδράργυρος,