Greek Meaning of logical
λογικός
Other Greek words related to λογικός
- πλανερός
- νόθος
- παράλογος
- ασυνεπής
- Ασημαντος
- άκυρος
- παράλογος
- Παραπλανητικό
- σοφιστικός
- φαινομενικός
- παράλογος
- προβληματικός
- Αδύναμος
- παράλογο
- καζουιστική
- καζουιστικός
- τρελός
- εριστικός
- εριστικό
- Ασυνέπεια
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- γελοίο
- εκλεπτυσμένος
- Ασαφής
- μη επιστημονικός
- στραβός
- μισοβρασμένο
- ανοησυ
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- ανόητος
- απρόσεκτος
- μη πειστικός
- ασθενής
- Τρελός
- απλοϊκός
Nearest Words of logical
- logic programming => προγραμματισμός λογικής
- logic programing => Προγραμματισμός λογικής
- logic operation => λογική πράξη
- logic gate => Λογική πύλη
- logic element => Λογικό στοιχείο
- logic diagram => Λογικό διάγραμμα
- logic bomb => Λογική βόμβα
- logic => λογική
- logging => σύνδεση
- logginess => Κουραστικότητα
- logical argument => Λογικό επιχείρημα
- logical diagram => Λογικό διάγραμμα
- logical fallacy => λογική πλάνη
- logical implication => λογική συνέπεια
- logical operation => Λογική πράξη
- logical positivism => Λογικός εμπειρισμός
- logical positivist => Λογικός θετικιστής
- logical proof => Λογική απόδειξη
- logical quantifier => Λογικός ποσοδείκτης
- logical relation => Λογική σχέση
Definitions and Meaning of logical in English
logical (a)
capable of or reflecting the capability for correct and valid reasoning
marked by an orderly, logical, and aesthetically consistent relation of parts
logical (s)
based on known statements or events or conditions
capable of thinking and expressing yourself in a clear and consistent manner
logical (a.)
Of or pertaining to logic; used in logic; as, logical subtilties.
According to the rules of logic; as, a logical argument or inference; the reasoning is logical.
Skilled in logic; versed in the art of thinking and reasoning; as, he is a logical thinker.
FAQs About the word logical
λογικός
capable of or reflecting the capability for correct and valid reasoning, based on known statements or events or conditions, marked by an orderly, logical, and a
Αναλυτικός,συνεκτικός,καλός,λογικός,λογικός,ε разумный,έγκυρος,αναλυτικός,Αποτέλεσμα,εμπειρικός
πλανερός,νόθος,παράλογος,ασυνεπής,Ασημαντος,άκυρος,παράλογος,Παραπλανητικό,σοφιστικός,φαινομενικός
logic programming => προγραμματισμός λογικής, logic programing => Προγραμματισμός λογικής, logic operation => λογική πράξη, logic gate => Λογική πύλη, logic element => Λογικό στοιχείο,