Greek Meaning of sophistic

εκλεπτυσμένος

Other Greek words related to εκλεπτυσμένος

Definitions and Meaning of sophistic in English

Wordnet

sophistic (a)

of or pertaining to sophists

Wordnet

sophistic (s)

plausible but misleading

FAQs About the word sophistic

εκλεπτυσμένος

of or pertaining to sophists, plausible but misleading

εριστικός,πλανερός,παράλογος,Ασυνέπεια,παράλογος,παραπλανητικός,Παραπλανητικό,μη ορθολογικός,φαινομενικός,παράλογος

λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,ήχος,έγκυρος,σοφός,βέβαιος,σαφής,πειστικός

sophist => Σοφιστής (sophístēs), sophism => Σοφισμός, sophie tucker => Σόφι Τάκερ, sophia loren => Σοφία Λόρεν, soph => εκλεπτυσμένος,