Greek Meaning of credible
Αξιόπιστος
Other Greek words related to Αξιόπιστος
Nearest Words of credible
- credibleness => αξιοπιστία
- credibly => αξιόπιστα
- credit => πίστωση
- credit account => Λογαριασμός Πιστώσεως
- credit analyst => Αναλυτής πιστωτικών κινδύνων
- credit application => Αίτηση πίστωσης
- credit bureau => Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης (Ι.Χ.Α.)
- credit card => πιστωτική κάρτα
- credit crunch => πιστωτική κρίση
- credit entry => Πίστωση
Definitions and Meaning of credible in English
credible (a)
capable of being believed
credible (s)
(a common but incorrect usage where `credulous' would be appropriate) credulous
appearing to merit belief or acceptance
FAQs About the word credible
Αξιόπιστος
capable of being believed, (a common but incorrect usage where `credulous' would be appropriate) credulous, appearing to merit belief or acceptance
πιθανός,αποδεκτός,πιστευτός,πειστικός,Καταληκτικός,πειστικός,αξιόπιστος,αποτελεσματικός,πιθανός,δυνατόν
παράλογο,αμφίβολος,αμφίβολος,απίστευτο,αδύνατο (adynato),απίθανος,απίστευτος,εκκεντρικός,γελοίο,αμφισβητήσιμος
credibility => αξιοπιστία, credenza => Μπουφές, credentials => διαπιστευτήρια, credentialled => διαπιστευμένος, credential => διαπιστευτήρια,