Greek Meaning of credential
διαπιστευτήρια
Other Greek words related to διαπιστευτήρια
- απαγόρευση
- μπάρα
- μπλοκ
- περιορίζω
- αρνούμαι
- απαγορεύω
- αποθαρρύνω
- εξαιρείς
- εμποδίζω
- απέχω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αποτρέπω
- αποκλείω
- σταματάω
- Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα
- στέρηση δικαιωμάτων
- απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα
- αποκλείω
- επιτάσσω
- απαγορεύω
- εμποδίζω
- παράνομος
- απαγορεύω
- βέτο
- απαγορεύω
- απαγορεύω
Nearest Words of credential
Definitions and Meaning of credential in English
credential (n)
a document attesting to the truth of certain stated facts
FAQs About the word credential
διαπιστευτήρια
a document attesting to the truth of certain stated facts
εγκρίνω,βεβαιώνω,επιβεβαιώνω,Εγκρίνει,εγκρίνω,εισάγω,εντάξει,κυρώσεις,επικυρώνω,διαπιστεύω
απαγόρευση,μπάρα,μπλοκ,περιορίζω,αρνούμαι,απαγορεύω,αποθαρρύνω,εξαιρείς,εμποδίζω,απέχω
credendum => Πιστεύω, credence => εμπιστοσύνη, credal => δογματικός, cred => Πίστη, crecy => Κρεσί,