Greek Meaning of credentials
διαπιστευτήρια
Other Greek words related to διαπιστευτήρια
- ικανότητα
- ικανότητα
- εξειδίκευση
- προσόν
- ικανότητα
- ικανότητα
- αρμοδιότητα
- αγαθά
- πράγματα
- ταλέντο
- χωρητικότητα
- εντολή
- προίκισμα
- εγκατάσταση
- Σχολή
- Φυσική κατάσταση
- ταλέντο
- φρούριο
- διάνοια
- Δώρο
- ικανότητα
- Γνωστική ικανότητα
- Μαεστρία
- κυριαρχία
- δυνατότητα
- επάρκεια
- ειδικότητα
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- καταλληλότητα
- επάγγελμα
Nearest Words of credentials
- credenza => Μπουφές
- credibility => αξιοπιστία
- credible => Αξιόπιστος
- credibleness => αξιοπιστία
- credibly => αξιόπιστα
- credit => πίστωση
- credit account => Λογαριασμός Πιστώσεως
- credit analyst => Αναλυτής πιστωτικών κινδύνων
- credit application => Αίτηση πίστωσης
- credit bureau => Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης (Ι.Χ.Α.)
Definitions and Meaning of credentials in English
credentials (n)
a document attesting to the truth of certain stated facts
FAQs About the word credentials
διαπιστευτήρια
a document attesting to the truth of certain stated facts
ικανότητα,ικανότητα,εξειδίκευση,προσόν,ικανότητα,ικανότητα,αρμοδιότητα,αγαθά,πράγματα,ταλέντο
Μπάρες,σταματά,απαγορεύσεις,τετράγωνα,περιορίζει,αρνείται,αποθαρρύνει,Αποκλείει,εμποδίζει,κρατάει πίσω
credentialled => διαπιστευμένος, credential => διαπιστευτήρια, credendum => Πιστεύω, credence => εμπιστοσύνη, credal => δογματικός,