Greek Meaning of ability
ικανότητα
Other Greek words related to ικανότητα
- ικανότητα
- ικανότητα
- χωρητικότητα
- Σχολή
- δεξιότητα
- ταλέντο
- ικανότητα
- ικανότητα
- αρμοδιότητα
- Δώρο
- ένστικτο
- ικανότητα
- λόγος
- διεύθυνση
- επάρκεια
- επιδεξιότητα
- καταλληλότητα
- επιδεξιότητα
- επιδεξιότητα
- αποτελεσματικότητα
- προίκισμα
- εξοπλισμός
- εγκατάσταση
- Φυσική κατάσταση
- Φαιά ουσία
- χέρι
- επιρροή
- νοημοσύνη
- σημαίνει
- ίσως
- Δύναμη
- ικανότητα
- ευστροφία
- αντοχή
- πράγματα
- κατανόηση
- χρησιμότητα
- μέσα
- πόροι
- Αναπηρία
- ανικανότητα
- ανικανότητα
- ανικανότητα
- ανικανότητα
- ανικανότητα
- έλλειψη
- αδυναμία
- ανικανότητα
- ανεπάρκεια
- αναποτελεσματικότητα
- ανικανότητα
- ανικανότητα
- παράλυση
- ανικανότητα
- αδυναμία
- αποδυνάμωση
- ατέλεια
- αναπηρία
- ανεπάρκεια
- αναπηρία
- ανικανότητα
- αναποτελεσματικότητα
- αναποτελεσματικότητα
- αναποτελεσματικότητα
- αναποτελεσματικότητα
- Ανωφελήτοτητα
Nearest Words of ability
Definitions and Meaning of ability in English
ability (n)
the quality of being able to perform; a quality that permits or facilitates achievement or accomplishment
possession of the qualities (especially mental qualities) required to do something or get something done
ability (n.)
The quality or state of being able; power to perform, whether physical, moral, intellectual, conventional, or legal; capacity; skill or competence in doing; sufficiency of strength, skill, resources, etc.; -- in the plural, faculty, talent.
FAQs About the word ability
ικανότητα
the quality of being able to perform; a quality that permits or facilitates achievement or accomplishment, possession of the qualities (especially mental qualit
ικανότητα,ικανότητα,χωρητικότητα,Σχολή,δεξιότητα,ταλέντο,ικανότητα,ικανότητα,αρμοδιότητα,Δώρο
Αναπηρία,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,έλλειψη,αδυναμία,ανικανότητα,ανεπάρκεια
abilities => ικανότητες, abiliment => ενδύματα, abilene => Αμπιλέν, abila => ικανός, abigail => Αμπιγκέιλ,