Greek Meaning of endowment
προίκισμα
Other Greek words related to προίκισμα
- ικανότητα
- Δώρο
- ικανότητα
- ταλέντο
- συγγένεια
- λυγισμένος
- Σχολή
- ταλέντο
- διάνοια
- τάση
- Προκατάληψη
- ικανότητα
- χωρητικότητα
- ικανότητα
- διάθεση
- μάτι
- εγκατάσταση
- νιώθω
- συνήθεια
- κεφάλι
- ώθηση
- κλίση
- ένστικτο
- στηριζόμενος
- μυαλό
- μύτη
- μεροληψία
- προτίμηση
- δυνητικός
- δύναμη
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- επάρκεια
- Τάση
- δεξιότητα
- Ειδικότητα
- αγγίζω
- σειρά
- τρόπος
Nearest Words of endowment
Definitions and Meaning of endowment in English
endowment (n)
natural abilities or qualities
the capital that provides income for an institution
the act of endowing with a permanent source of income
endowment (n.)
The act of bestowing a dower, fund, or permanent provision for support.
That which is bestowed or settled on a person or an institution; property, fund, or revenue permanently appropriated to any object; as, the endowment of a church, a hospital, or a college.
That which is given or bestowed upon the person or mind; gift of nature; accomplishment; natural capacity; talents; -- usually in the plural.
FAQs About the word endowment
προίκισμα
natural abilities or qualities, the capital that provides income for an institution, the act of endowing with a permanent source of incomeThe act of bestowing a
ικανότητα,Δώρο,ικανότητα,ταλέντο,συγγένεια,λυγισμένος,Σχολή,ταλέντο,διάνοια,τάση
Αναπηρία,αναπηρία,ανικανότητα,ανικανότητα,αδυναμία,μειονέκτημα
endowing => ενδοση, endower => δωρητής, endowed => χαρισματικός, endow => δωρεά, endovenous => ενδοφλέβια,