Greek Meaning of flair
ταλέντο
Other Greek words related to ταλέντο
- ικανότητα
- Δώρο
- ικανότητα
- ταλέντο
- συγγένεια
- λυγισμένος
- προίκισμα
- μάτι
- Σχολή
- διάνοια
- δεξιότητα
- τάση
- Προκατάληψη
- ικανότητα
- χωρητικότητα
- ικανότητα
- διάθεση
- εγκατάσταση
- νιώθω
- συνήθεια
- κεφάλι
- ώθηση
- κλίση
- ένστικτο
- στηριζόμενος
- μυαλό
- μύτη
- μεροληψία
- προτίμηση
- δυνητικός
- δύναμη
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- επάρκεια
- Τάση
- Ειδικότητα
- αγγίζω
- σειρά
- τρόπος
Nearest Words of flair
Definitions and Meaning of flair in English
flair (n)
a natural talent
distinctive and stylish elegance
a shape that spreads outward
flair (n.)
Smell; odor.
Sense of smell; scent; fig., discriminating sense.
FAQs About the word flair
ταλέντο
a natural talent, distinctive and stylish elegance, a shape that spreads outwardSmell; odor., Sense of smell; scent; fig., discriminating sense.
ικανότητα,Δώρο,ικανότητα,ταλέντο,συγγένεια,λυγισμένος,προίκισμα,μάτι,Σχολή,διάνοια
Αναπηρία,αναπηρία,ανικανότητα,ανικανότητα,αδυναμία,μειονέκτημα
flain => Φλόγα, flaily => αδέξια, flail => ανεμίζω, flagyl => Φλαγύλ, flagworm => σημαία,