Greek Meaning of habitude
συνήθεια
Other Greek words related to συνήθεια
- αγάπη
- συγγένεια
- ικανότητα
- συσκευές
- διάθεση
- ώθηση
- κλίση
- τάση
- εθισμός
- όρεξη
- λυγισμένος
- Προκατάληψη
- κόκαλο
- διάνοια
- Δώρο
- ικανότητα
- στηριζόμενος
- μεροληψία
- προτίμηση
- προτίμηση
- προδιάθεση
- προτίμηση
- προκατάληψη
- ευελιξία
- Τάση
- ταλέντο
- σειρά
- σύμβαση
- συνήθεια
- Εκκεντρικότητα
- προίκισμα
- Σχολή
- φανταχτερός
- χάρη
- ταλέντο
- στοργή
- φρούριο
- συνήθεια
- Ιδιοσυγκρασία
- σαν
- συμπάθεια
- ιδιαιτερότητα
- κομματισμός
- μοτίβο
- ιδιαιτερότητα
- Πρακτική
- εξάσκηση
- ιδιοτροπία
- ρουτίνα
- μοναδικότητα
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- γεύση
- τρόπος
- δεν θα
- μονόπλευροτητα
Nearest Words of habitude
Definitions and Meaning of habitude in English
habitude (n)
habitual mode of behavior
habitude (n.)
Habitual attitude; usual or accustomed state with reference to something else; established or usual relations.
Habitual association, intercourse, or familiarity.
Habit of body or of action.
FAQs About the word habitude
συνήθεια
habitual mode of behaviorHabitual attitude; usual or accustomed state with reference to something else; established or usual relations., Habitual association, i
αγάπη,συγγένεια,ικανότητα,συσκευές,διάθεση,ώθηση,κλίση,τάση,εθισμός,όρεξη
Αλλεργία,απέχθεια,Απόσπαση,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,Αμεροληψία,αδιαφορία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα
habituation => εθισμός, habituating => συνηθίζοντας, habituated => συνήθης, habituate => συνηθίζω, habitually => συνήθως,