Greek Meaning of practise
εξάσκηση
Other Greek words related to εξάσκηση
Nearest Words of practise
- practicos => ειδικοί
- practico => πρακτικό
- practician => ασκούμενος
- practiced => ασκήθηκε
- practice teacher => Εκπαιδευτικός σε άσκηση
- practice session => Προπόνηση
- practice range => Πεδίο βολής
- practice of medicine => Ιατρική πράξη
- practice of law => Άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος
- practice game => Φιλικό παιχνίδι
Definitions and Meaning of practise in English
practise (v)
engage in a rehearsal (of)
carry out or practice; as of jobs and professions
learn by repetition
FAQs About the word practise
εξάσκηση
engage in a rehearsal (of), carry out or practice; as of jobs and professions, learn by repetition
πρόβα,δίκη,Γενική Δοκιμή,Άσκηση,Γενική δοκιμή,άσκηση,Προεπισκόπηση,τρέχω μέσα,Περιήγηση με τα πόδια
No antonyms found.
practicos => ειδικοί, practico => πρακτικό, practician => ασκούμενος, practiced => ασκήθηκε, practice teacher => Εκπαιδευτικός σε άσκηση,