Greek Meaning of practised

εξασκηθείς

Other Greek words related to εξασκηθείς

Definitions and Meaning of practised in English

Wordnet

practised (s)

skillful after much practice

FAQs About the word practised

εξασκηθείς

skillful after much practice

επιτευχθείς,έμπειρος,ειδικός,καλός,μεγάλος, καταπληκτικός,κύριος,αριστοτεχνικός,επιδέξιος,επιδέξιος,επιδέξιος

ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ατέχναστος,ακατέργαστος,ανίκανος,ανίκανος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,άπειρος,Άπειρος

practise => εξάσκηση, practicos => ειδικοί, practico => πρακτικό, practician => ασκούμενος, practiced => ασκήθηκε,