Greek Meaning of tutored
διδαγμένος
Other Greek words related to διδαγμένος
- ικανός
- ικανός
- Ικανός
- με γνώσεις
- κατάλληλος
- εκπαιδευμένος
- δίδαξε
- εκπαιδευμένος
- ευέλικτος
- αποτελεσματικός
- αποδοτικός
- εργοδοτήσιμος
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- Χαρισματικός
- παλιό
- γυαλισμένο
- εκλεπτυσμένος
- πολυμερής
- εργατικός
- επιτευχθείς
- άσσος
- ικανός
- επιδέξιος
- ευέλικτος
- Έξυπνος
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένος
- ρωγμή
- εξαιρετικός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- μορφωμένος
- πρόσφορο
- έμπειρος
- ειδικός
- μεγάλος, καταπληκτικός
- επιδέξιος
- πρακτικός
- μακροπρόθεσμος
- κύριος
- αριστοτεχνικός
- αριστοτεχνικά
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- επαγγελματικός
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- επιδέξιος
- ολισθηρός
- ταλαντούχος
- έμπειρος
- Βετεράνος
- βιρτουόζος
- πολυτάλαντος
- πολυτάλαντος
- ερασιτέχνης
- ερασιτεχνικός
- ακατέργαστος
- ανίκανος
- ανίκανος
- άπειρος
- Άπειρος
- ανίκανος
- ακατάλληλος
- μη επαγγελματίας
- ανειδίκευτος
- άνοστος
- ανειδίκευτος
- Αδύναμος
- ακατάλληλος
- ατέχναστος
- αρχή
- Πράσινο
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- άπειρος
- νέος
- Αγενής
- ατάλαντος
- Αμόρφωτος
- άτεχνος
- άταλαντος
- αμαθής
- αδοκίμαστος
- ανεκπαίδευτος
- αδαής
- πιθανός
- Τσαρλατάνος
- αμήχανος
- αδέξιος
- πρωτόγονος
- Ωμός
- τραχύς
- άταλαντος
- ακατέργαστος
- άνοστος
- αν δοκιμαστεί
Nearest Words of tutored
- tutoress => Δασκάλα
- tutoring => Ιδιαίτερα μαθήματα
- tutors => φροντιστές
- tutted (over or about) => Τσιμπώνω (με)
- tutting (over or about) => Τούτινγκ (πάνω ή γύρω)
- tut-tut (over or about) => τσι-τσι (για ή γύρω από)
- tut-tutted (over or about) => γκρινιάζω (για κάποιον/κάτι)
- tut-tutting (over or about) => τσιτσιρίζοντας (για ή σχετικά με)
- tu-whit tu-whoo => κούκου κουκουβάγια
- tu-whit tu-whoos => tu-vit tu-vu
Definitions and Meaning of tutored in English
tutored
a person charged with the instruction and guidance of another, to do the work of a tutor, to have the guardianship, tutelage, or care of, a teacher in a British university who gives individual instruction to undergraduates, a person who has the responsibility of instructing and guiding another, to teach usually individually, a guardian of a minor or sometimes of a person with mental retardation compare committee, conservator, curator, to receive instruction especially privately, a private teacher, to teach or guide usually individually in a special subject or for a particular purpose
FAQs About the word tutored
διδαγμένος
a person charged with the instruction and guidance of another, to do the work of a tutor, to have the guardianship, tutelage, or care of, a teacher in a British
ικανός,ικανός,Ικανός,με γνώσεις,κατάλληλος,εκπαιδευμένος,δίδαξε,εκπαιδευμένος,ευέλικτος,αποτελεσματικός
ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,ακατέργαστος,ανίκανος,ανίκανος,άπειρος,Άπειρος,ανίκανος,ακατάλληλος,μη επαγγελματίας
tut (over or about) => tut (πάνω ή γύρω από), tussling => Καβγάς, tussles => καβγάδες, tussled => μαλωμένος, turophiles => Τουρόφιλοι,