Greek Meaning of tutted (over or about)

Τσιμπώνω (με)

Other Greek words related to Τσιμπώνω (με)

Definitions and Meaning of tutted (over or about) in English

tutted (over or about)

No definition found for this word.

FAQs About the word tutted (over or about)

Τσιμπώνω (με)

αντιπαθής,συνοφρυώνομαι (πάνω ή πάνω),καταδικασμένος,κριτικάρετε,καταγγελμένος,ξεπερασμένο,αποδοκιμασμένο (από),αποθαρρυμένος,δυσφημισμένος,υποτιμώ

εγκρίθηκε,ευνοϊκός,Μου άρεσε,ευχαριστημένος για,ενέκρινε,ευχαρίστηκα,εγκεκριμένος,αγαπημένος,κυρώσεις,υποστηριζόμενος

tutors => φροντιστές, tutoring => Ιδιαίτερα μαθήματα, tutoress => Δασκάλα, tutored => διδαγμένος, tut (over or about) => tut (πάνω ή γύρω από),