Greek Meaning of enjoyed

ευχαρίστηκα

Other Greek words related to ευχαρίστηκα

Definitions and Meaning of enjoyed in English

Webster

enjoyed (imp. & p. p.)

of Enjoy

FAQs About the word enjoyed

ευχαρίστηκα

of Enjoy

Μου άρεσε,αγαπημένος,απολάμβανε,απόλαυσε,θαυμαστός,λατρεμένος,εκτιμημένος,ευχαριστημένος για,σκέφθηκε,Βγήκε (σε)

αποτρόπαιος,μισητός,αντιπαθής,βδελυρός,καταδικασμένος,περιφρονημένος,περιφρονημένος

enjoyably => ευχάριστα, enjoyableness => Απόλαυση, enjoyable => ευχάριστος, enjoy => απολαμβάνω, enjoinment => εντολή,