Greek Meaning of was partial to

είχε αδυναμία

Other Greek words related to είχε αδυναμία

Definitions and Meaning of was partial to in English

was partial to

liking something or someone very much and usually more than other things or people

FAQs About the word was partial to

είχε αδυναμία

liking something or someone very much and usually more than other things or people

ευχαρίστηκα,ευνοϊκός,Μου άρεσε,προτιμότερος,διάλεξε,διάλεξε,αναζητούμενος,φρόντιζε (για),ευχαριστημένος για,αυλακωτός (σε)

αποτρόπαιος,μισητός,αποδοκιμασμένο,αντιπαθής,απορριφθείς,απορριπτόμενος,απορρίφθηκε,βδελυρός,αρνήθηκε,απορριφθεί

was out of breath => ήταν εκτός πνοής, was friends with => ήταν φίλος με τον/την…, warts => κονδυλώματα, warships => Πολεμικά πλοία, wars => πόλεμοι,