Greek Meaning of washing-out

πλύσιμο

Other Greek words related to πλύσιμο

Definitions and Meaning of washing-out in English

FAQs About the word washing-out

πλύσιμο

καταρρέων,μειούμενη,αποτυχημένος,πλαταγίζοντας,δίπλωμα,ολίσθηση,Χρεωκοπία,κατεστραμμένος,αποτυχία,απελπισμένος

ακμάζων,πηγαίνω,Ευημερούσα,επιτυχής,ακμάζων,θριαμβευτικός,ερχομένων,αυξανόμενος,ελπιδοφόρος,Ανθηρός

washing out => Πλύσιμο, washing one's hands of => νίβω τας χείράς μου, washes out => Ξεπλένει, washes => πλένει, washed out => Ξεθωριασμένος,