Greek Meaning of wasted (away)

σπαταλημένος

Other Greek words related to σπαταλημένος

Definitions and Meaning of wasted (away) in English

wasted (away)

to become thinner and weaker because of illness or lack of food

FAQs About the word wasted (away)

σπαταλημένος

to become thinner and weaker because of illness or lack of food

ξεθωριασμένος,απέτυχε,χαλάρωσε,βυθισμένο,εξασθενημένος,πήγε,χαλασμένος,φθαρμένο,κρεμασμένος,αδύνατος

συγκεντρωμένοι,ανάρρωσε,ανακτηθεί,ανάρρωσε,κέρδισε,ανακτημένος

waste pipes => σωλήνες αποχέτευσης, waste (away) => σπαταλή (μακριά), wassails => wassails, wassailing => ευετηρία, wassailed => έψελνε,