Greek Meaning of wilted

μαραμένος

Other Greek words related to μαραμένος

Definitions and Meaning of wilted in English

Wordnet

wilted (s)

(of plants) limp due to heat, loss of water, or disease

without energy or will

FAQs About the word wilted

μαραμένος

(of plants) limp due to heat, loss of water, or disease, without energy or will

κρεμασμένος,κρεμασμένος,κρεμασμένος (κρεμασμένη),χαλάρωσε,κατέρρευσε,έπεσε,επισημασμένο,κρεμόταν,κατηφής,υποχώρησε

Διατεταμένος,τριαντάφυλλο,άκαμπτος,ίσιωσε,ακαμψία,ξεσφιγμένος

wilt disease => Φυτουλίτιδα, wilt => μαραίνεται, wilson's warbler => Μυρμηγκοφάγος Ουίλσον, wilson's thrush => Σπινόγκαλος-Ορφέας, wilson's snipe => Μπεκάτσα του Wilson,