Greek Meaning of wilted
μαραμένος
Other Greek words related to μαραμένος
Nearest Words of wilted
- wilt disease => Φυτουλίτιδα
- wilt => μαραίνεται
- wilson's warbler => Μυρμηγκοφάγος Ουίλσον
- wilson's thrush => Σπινόγκαλος-Ορφέας
- wilson's snipe => Μπεκάτσα του Wilson
- wilson's phalarope => Φαλαιρίδα του Oυίλσον
- wilson's disease => Νόσος του Wilson
- wilson's blackcap => Χωραδοτρυγόνα του Γουίλσον
- wilsonian => ουιλσονικός
- wilsonia pusilla => Φιλοθήρα η κίτρινη
Definitions and Meaning of wilted in English
wilted (s)
(of plants) limp due to heat, loss of water, or disease
without energy or will
FAQs About the word wilted
μαραμένος
(of plants) limp due to heat, loss of water, or disease, without energy or will
κρεμασμένος,κρεμασμένος,κρεμασμένος (κρεμασμένη),χαλάρωσε,κατέρρευσε,έπεσε,επισημασμένο,κρεμόταν,κατηφής,υποχώρησε
Διατεταμένος,τριαντάφυλλο,άκαμπτος,ίσιωσε,ακαμψία,ξεσφιγμένος
wilt disease => Φυτουλίτιδα, wilt => μαραίνεται, wilson's warbler => Μυρμηγκοφάγος Ουίλσον, wilson's thrush => Σπινόγκαλος-Ορφέας, wilson's snipe => Μπεκάτσα του Wilson,