Greek Meaning of slouched
καμπουριασμένος
Other Greek words related to καμπουριασμένος
Nearest Words of slouched
Definitions and Meaning of slouched in English
slouched (imp. & p. p.)
of Slouch
FAQs About the word slouched
καμπουριασμένος
of Slouch
έρποντας,έρπει,σύρθηκε,τρύπησε,ανακατεμένος,έτριζε,πλησίασε αργά,Κούτσαινε,ρινικό,εξερχόταν
πέταξε,επιπλέων,τρέχω,έπλευσε,επιτάχυνε,επιταχυνόμενος,γλίστρησε,σπεύδω,σκίζω,τσίριξε
slouch hat => Καπέλο με φαρδύ γείσο, slouch => τεμπελιά, slotting => χρονοθυρίδα, slotted => σχισμένος, slothhound => κυνηγετικός σκύλος,