Greek Meaning of sloucher

τεμπέλης

Other Greek words related to τεμπέλης

Definitions and Meaning of sloucher in English

Wordnet

sloucher (n)

a person who slouches; someone with a drooping carriage

FAQs About the word sloucher

τεμπέλης

a person who slouches; someone with a drooping carriage

γλουτοί,drone,τεμπέλης,γυμνοσάλιαγκας,τεμπελιάρης,Σαλιγκάρι,πατάτα καναπέ,τεμπέλης,δεν κάνει τίποτα,τεμπέλης

επιτυχημένος,τρώω,δράστης,Χάμερ,απατεώνας,Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,Αυτοκινητούμενος,προχωρήστε,Φιλότιμος,Γυμνό σύρμα

slouched => καμπουριασμένος, slouch hat => Καπέλο με φαρδύ γείσο, slouch => τεμπελιά, slotting => χρονοθυρίδα, slotted => σχισμένος,