Greek Meaning of sloughed

απολεπισμένος

Other Greek words related to απολεπισμένος

Definitions and Meaning of sloughed in English

Webster

sloughed (imp. & p. p.)

of Slough

FAQs About the word sloughed

απολεπισμένος

of Slough

ανακατεμένος,πατάω,σκόνταψε,εισέβαλε,συσσωματωμένος,σύρθηκε,ταλαντεύτηκε,γαλουμπφέντ,τράβηξε,φορτωμένος

γλίστρησε,ολίσθηση,χτυπημένο,αεράκι,γλίστρησε,παρασυρμένος,επιπλέων,κρεμασμένος,αιωρούνταν,κρεμασμένος (κρεμασμένη)

slough off => αποφλοιώνω, slough of despond => Τούνελ της Αθυμίας, slough grass => Κάρεξ, slough => έλος, slouchy => ατημέλητος,