Greek Meaning of doddered
τρεμόπαιζε
Other Greek words related to τρεμόπαιζε
- τράνταγμα
- κλιμακωτό
- υφαντός
- κренάρει
- τυλιγμένο
- κούνησε
- κυλήθηκε
- ανακατεμένος
- πατάω
- σκόνταψε
- επηρεάστηκε
- ταλαντεύτηκε
- παραπατούσαν
- τσαλαβουτώ
- εισέβαλε
- πατιναριές
- συσσωματωμένος
- ταλαντεύτηκε
- γαλουμπφέντ
- φορτωμένος
- ομαδοποιημένος
- σφυρηλατημένο
- γρατζουνισμένο
- καυγάς
- ταλαντεύτηκε
- σέρνονταν
- σφραγισμένη
- swagged
- πατήθηκε
- πατημένο
- ταλαντεύτηκε
- δίστασε
- κουνούσε
Nearest Words of doddered
Definitions and Meaning of doddered in English
doddered (a.)
Shattered; infirm.
FAQs About the word doddered
τρεμόπαιζε
Shattered; infirm.
τράνταγμα,κλιμακωτό,υφαντός,κренάρει,τυλιγμένο,κούνησε,κυλήθηκε,ανακατεμένος,πατάω,σκόνταψε
No antonyms found.
dodder => κιθάρι, dodded => Σκάλιζε, doddart => Ντόνταρτ, dodd => Ντόντ, dod => τελεία,