Greek Meaning of careened

κренάρει

Other Greek words related to κренάρει

Definitions and Meaning of careened in English

Webster

careened (imp. & p. p.)

of Careen

FAQs About the word careened

κренάρει

of Careen

τράνταγμα,κούνησε,σοκαρισμένος,επηρεάστηκε,διακοπεί,σπασμωδικός,κυλήθηκε,πεταγμένη,αναποδογύρισμα,ταλαντεύτηκε

σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,τρύπησε,έρποντας,έρπει,περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),Βημάτιζε,καθυστερείν,αργοπορώ

careenage => ναυπηγείο, careen => γέρνω, cared-for => φροντισμένοι, cared => νοιάζεται, care for => φροντίζω,