Greek Meaning of careened
κренάρει
Other Greek words related to κренάρει
- τράνταγμα
- κούνησε
- σοκαρισμένος
- επηρεάστηκε
- διακοπεί
- σπασμωδικός
- κυλήθηκε
- πεταγμένη
- αναποδογύρισμα
- ταλαντεύτηκε
- δόνησε
- κουνούσε
- έδειξε αντίσταση
- τρεμόπαιζε
- δίστασε
- ταλαντεύτηκε
- παντρεμένος
- κουτσός
- τράνταγμα
- ταλαντευόμενος
- ρίφθηκε
- τυλιγμένο
- ταλαντεύτηκε
- τσουβάλιαζε
- παραπατούσαν
- κυματιστός
- δίστασε
- τσαλαβουτώ
- κούνησε
- κούνησε
- δίστασε
- υφαντός
- κλιμακωτό
- σκόνταψε
- ταλαντεύτηκε
Nearest Words of careened
Definitions and Meaning of careened in English
careened (imp. & p. p.)
of Careen
FAQs About the word careened
κренάρει
of Careen
τράνταγμα,κούνησε,σοκαρισμένος,επηρεάστηκε,διακοπεί,σπασμωδικός,κυλήθηκε,πεταγμένη,αναποδογύρισμα,ταλαντεύτηκε
σύρθηκε,καθυστερημένος,έμεινε,τρύπησε,έρποντας,έρπει,περιφέρομαι (ή βγαίνω έξω),Βημάτιζε,καθυστερείν,αργοπορώ
careenage => ναυπηγείο, careen => γέρνω, cared-for => φροντισμένοι, cared => νοιάζεται, care for => φροντίζω,