Greek Meaning of hitched
παντρεμένος
Other Greek words related to παντρεμένος
Nearest Words of hitched
Definitions and Meaning of hitched in English
hitched (imp. & p. p.)
of Hitch
FAQs About the word hitched
παντρεμένος
of Hitch
Επισυναπτόμενος,παντρεμένος,παντρεμένος,παντρεμένος,αρραβωνιασμένος/αρραβωνιασμένη,αφοσιωμένος,αρραβωνιασμένος,αρραβωνιασμένος,ζευγαρωμένοι,ζευγαρωμένο
ανύπαντρος,ανεξάρτητος,άγαμος,άγαμος,ανέμελος,ανέμελος,Γαμήλιος,μη συζευγμένο
hitchcock => Χίτσκοκ, hitch up => ζεύω, hitch => εμπόδιο, hit-and-run => χτύπησε και έφυγε, hit. => χτυπήσω,