Greek Meaning of remarried

Ξαναπαντρεύτηκε

Other Greek words related to Ξαναπαντρεύτηκε

Definitions and Meaning of remarried in English

remarried

to marry again

FAQs About the word remarried

Ξαναπαντρεύτηκε

to marry again

παντρεμένος,παντρεμένος,Επισυναπτόμενος,αρραβωνιασμένος/αρραβωνιασμένη,αφοσιωμένος,παντρεμένος,δεσμεύτηκε,παντρεμένος,αρραβωνιασμένος,αρραβωνιασμένος

ανύπαντρος,άγαμος,άγαμος,ανεξάρτητος,ανέμελος,ανέμελος,Γαμήλιος,μη συζευγμένο

remarks => παρατηρήσεις, remarketing => Επαναληπτικό μάρκετινγκ, remarketed => επαναπροωθημένο, remarket => Επαναληπτικό μάρκετινγκ, remarkableness => αξιόλογος,