FAQs About the word relying (on)

εξαρτημένοι (από)

Πηγαίνει (σε),μετατροπή σε,απασχολούν,αναφερόμενος στο,καταφεύγειν σε,χρησιμοποιώντας,χρησιμοποιώντας

No antonyms found.

relying (on or upon) => βασίζομαι (σε ή σε), rely (on) => βασίζομαι (σε), rely (on or upon) => βασίζω, reluctances => δισταγμοί, relocating (to) => μετακόμιση σε,