FAQs About the word relocates (to)

μετεγκαθίσταται (σε)

μετακομίζει (σε),κατοικεί,λαοί

απομειώνει τον πληθυσμό,ερημώνω

relocatee => μετεγκατεστημένος, relocated (to) => μετακόμισε (σε), relocate (to) => Μετεγκατάσταση (σε), reloading => επαναφόρτωση, reloaded => Επαναφορτωμένο,