Greek Meaning of relived
ανακουφισμένος
Other Greek words related to ανακουφισμένος
- Αναδημιουργία
- θυμήθηκα
- θυμήθηκε
- συλληφθεί
- στοχαστικός
- ονειρεύτηκα
- ονειρεύτηκα
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- φαντασιώθηκε
- προβεβλημένος
- φανταστικός
- Σκεφτόταν
- επαναδημιουργημένο
- αντανακλάται
- είδε
- οραματίστηκε
- ματαιόδοξος
- επινοημένη
- επικαλούμενο (πάνω)
- ονειροπόλος
- επινοημένος
- σκέφθηκε
- φαντασιώθηκα
- προβλέπω
- παραισθησιογόνος
- ιδεώδης
- εικόνα
- εφεύρε
- επινοημένος
- κατασκευασμένος
- διαλογίστηκε
- συλλογίστηκε
- απεικονιζόμενο
- προγραμματισμένη
- προβλεπόμενος
- αναμάσησε
- χάζευε τα άστρα
- οραματιστής
Nearest Words of relived
- reloaded => Επαναφορτωμένο
- reloading => επαναφόρτωση
- relocate (to) => Μετεγκατάσταση (σε)
- relocated (to) => μετακόμισε (σε)
- relocatee => μετεγκατεστημένος
- relocates (to) => μετεγκαθίσταται (σε)
- relocating => µετακόμιση
- relocating (to) => μετακόμιση σε
- reluctances => δισταγμοί
- rely (on or upon) => βασίζω
Definitions and Meaning of relived in English
relived
to experience again in the imagination, to live again, to live over again
FAQs About the word relived
ανακουφισμένος
to experience again in the imagination, to live again, to live over again
Αναδημιουργία,θυμήθηκα,θυμήθηκε,συλληφθεί,στοχαστικός,ονειρεύτηκα,ονειρεύτηκα,Προβλεπόμενος,προβλεπόμενος,φαντασιώθηκε
No antonyms found.
relit => άναψε πάλι, relishes => λιχουδιές, reliquaries => λείψανα, relinquishes => εγκαταλείπει, religiose => θρησκευτικός,