Greek Meaning of hallucinated
παραισθησιογόνος
Other Greek words related to παραισθησιογόνος
- στοχαστικός
- ονειρεύτηκα
- ονειρεύτηκα
- φαντασιώθηκε
- φανταστικός
- Σκεφτόταν
- είδε
- οραματίστηκε
- ματαιόδοξος
- συλληφθεί
- επινοημένη
- επικαλούμενο (πάνω)
- ονειροπόλος
- Προβλεπόμενος
- προβλεπόμενος
- σκέφθηκε
- φαντασιώθηκα
- προβεβλημένος
- ιδεώδης
- εικόνα
- διαλογίστηκε
- συλλογίστηκε
- απεικονιζόμενο
- επαναδημιουργημένο
- Αναδημιουργία
- αντανακλάται
- ανακουφισμένος
- θυμήθηκε
- αναμάσησε
- χάζευε τα άστρα
- οραματιστής
- επινοημένος
- προβλέπω
- εφεύρε
- επινοημένος
- κατασκευασμένος
- προγραμματισμένη
- προεικονιζόμενος
- προβλεπόμενος
Nearest Words of hallucinated
Definitions and Meaning of hallucinated in English
hallucinated
to perceive or experience as a hallucination, to affect with visions or imaginary perceptions, to have hallucinations, to have hallucinations or experience as a hallucination
FAQs About the word hallucinated
παραισθησιογόνος
to perceive or experience as a hallucination, to affect with visions or imaginary perceptions, to have hallucinations, to have hallucinations or experience as a
στοχαστικός,ονειρεύτηκα,ονειρεύτηκα,φαντασιώθηκε,φανταστικός,Σκεφτόταν,είδε,οραματίστηκε,ματαιόδοξος,συλληφθεί
No antonyms found.
Halls of Fame => Αίθουσες της Φήμης, halls => Αίθουσες, hallows => άγιοι, hallooing => φωνάζοντας, hallo => Γεια,