Greek Meaning of ruminated
αναμάσησε
Other Greek words related to αναμάσησε
- θεωρούμενος
- συζήτησαν
- διασκεδασμένος
- αμφισβητήθηκε
- μελετήθηκε
- στοχαστικός
- Σκεφτόταν
- αναλυθέν
- σκέφτηκε
- εκ προθέσεως
- εξερευνηθεί
- με μάτια
- διαλογίστηκε
- περιστρεφόμενος
- ζυγισμένο
- κοίταξε
- εξεταστείσα
- σκέψη (για ή πάνω από)
- απορροφάται
- πίστευε
- κατέληξε
- χωνεμένος
- εξέφρασε γνώμη
- αιτιολογημένος
- στρεμμένος
- βασανίζω το μυαλό μου με κάτι
- εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι)
- μασουλήθηκε
- μασουλημένο
- συλληφθεί
- σπάω το κεφάλι μου (για)
- κατοίκησε (σε ή πάνω)
- κλώτσησε γύρω
- ώριμη σκέψη
- συλλογίζομαι
- εμμονή (περί ή πάνω από)
- Λαξευμένος
- πάνω σε
- αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
- θυμήθηκε
- Δεύτερη σκέψη
- εικάστηκε για
- Παλεύω (με)
Nearest Words of ruminated
Definitions and Meaning of ruminated in English
ruminated (imp. & p. p.)
of Ruminate
ruminated (a.)
Having a hard albumen penetrated by irregular channels filled with softer matter, as the nutmeg and the seeds of the North American papaw.
FAQs About the word ruminated
αναμάσησε
of Ruminate, Having a hard albumen penetrated by irregular channels filled with softer matter, as the nutmeg and the seeds of the North American papaw.
θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,στοχαστικός,Σκεφτόταν,αναλυθέν,σκέφτηκε,εκ προθέσεως
παραβλεπόμενος,απολυμένος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,εξαντλημένος,υποτίμησε
ruminate => στοχάζομαι, ruminantly => στοχαστικά, ruminantia => Μηρυκαστικά, ruminant => Μηρυκαστικό, ruminal => μηρυκαλικός,