Greek Meaning of ruminated

αναμάσησε

Other Greek words related to αναμάσησε

Definitions and Meaning of ruminated in English

Webster

ruminated (imp. & p. p.)

of Ruminate

Webster

ruminated (a.)

Having a hard albumen penetrated by irregular channels filled with softer matter, as the nutmeg and the seeds of the North American papaw.

FAQs About the word ruminated

αναμάσησε

of Ruminate, Having a hard albumen penetrated by irregular channels filled with softer matter, as the nutmeg and the seeds of the North American papaw.

θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,στοχαστικός,Σκεφτόταν,αναλυθέν,σκέφτηκε,εκ προθέσεως

παραβλεπόμενος,απολυμένος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,εξαντλημένος,υποτίμησε

ruminate => στοχάζομαι, ruminantly => στοχαστικά, ruminantia => Μηρυκαστικά, ruminant => Μηρυκαστικό, ruminal => μηρυκαλικός,