Greek Meaning of mulled (over)
ώριμη σκέψη
Other Greek words related to ώριμη σκέψη
- θεωρούμενος
- συζήτησαν
- διασκεδασμένος
- αμφισβητήθηκε
- μελετήθηκε
- ζυγισμένο
- μασουλήθηκε
- στοχαστικός
- κοίταξε
- Σκεφτόταν
- πάνω σε
- σκέψη (για ή πάνω από)
- Παλεύω (με)
- αναλυθέν
- σκέφτηκε
- εκ προθέσεως
- εξερευνηθεί
- με μάτια
- διαλογίστηκε
- περιστρεφόμενος
- αναμάσησε
- βασανίζω το μυαλό μου με κάτι
- μασουλημένο
- σπάω το κεφάλι μου (για)
- κλώτσησε γύρω
- συλλογίζομαι
- Λαξευμένος
- αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
- εξεταστείσα
- πίστευε
- κατέληξε
- χωνεμένος
- εξέφρασε γνώμη
- αιτιολογημένος
- στρεμμένος
- εκκολάπτει (πάνω από ή σχετικά με κάτι)
- συλληφθεί
- ήπιε (σε)
- κατοικούμενος (σε ή επάνω)
- κατοίκησε (σε ή πάνω)
- εμμονικός (με ή σε)
- ανήσυχος (για κάποιον ή κάτι)
- εμμονή (περί ή πάνω από)
- θυμήθηκε
- εικάστηκε για
Nearest Words of mulled (over)
- mulling (over) => σκεπτόμενος για
- mulls => συλλογίζεται
- multibillionaire => Πολυμυριαρχούχος
- multibillionaires => πολυδισεκατομμυριούχοι
- multibranched => Διακλαδισμένος
- multiculti => πολυπολιτισμικός
- multiday => πολυήμερος
- multihued => Πολύχρωμο
- multimillionaire => multimilionouhos
- multi-millionaires => -------- Πολυεκατομμυριούχοι
Definitions and Meaning of mulled (over) in English
mulled (over)
No definition found for this word.
FAQs About the word mulled (over)
ώριμη σκέψη
θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,ζυγισμένο,μασουλήθηκε,στοχαστικός,κοίταξε,Σκεφτόταν
παραβλεπόμενος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,απολυμένος,εξαντλημένος,υποτίμησε
mull (over) => σκέφτομαι, mules => μουλάρια, mulcts => επιβάλλει πρόστιμο, mugs => Κούπες, mugged => ληστεύτηκα,