Greek Meaning of mulled (over)

ώριμη σκέψη

Other Greek words related to ώριμη σκέψη

Definitions and Meaning of mulled (over) in English

mulled (over)

No definition found for this word.

FAQs About the word mulled (over)

ώριμη σκέψη

θεωρούμενος,συζήτησαν,διασκεδασμένος,αμφισβητήθηκε,μελετήθηκε,ζυγισμένο,μασουλήθηκε,στοχαστικός,κοίταξε,Σκεφτόταν

παραβλεπόμενος,απορριπτόμενος,προσβάλλω,απολυμένος,εξαντλημένος,υποτίμησε

mull (over) => σκέφτομαι, mules => μουλάρια, mulcts => επιβάλλει πρόστιμο, mugs => Κούπες, mugged => ληστεύτηκα,