FAQs About the word dwelled (on or upon)

κατοικούμενος (σε ή επάνω)

τονισμένος,επιμένω,πληρωμένο,μυτερή (πάνω),αγχωμένος,τονισμένος,τονισμένη,Επιπονώδης,υπογραμμισμένο,υπογραμμισμένος

ξέχασα,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,προσβάλλω,(slurred (over),ξεπερασμένος

dwell (on or upon) => εστιάζω σε, dweebs => σπασίκλες, dwarves => νάνοι, duumvirates => Δουομυρίας, Dutch courages => Ολλανδική θάρρος,