Greek Meaning of stressed
αγχωμένος
Other Greek words related to αγχωμένος
- εξαντλημένος
- αγχωμένος
- στο ράφι
- κουρασμένος
- θυμωμένος
- ενοχλημένος
- ερεθισμένος
- σοκαρισμένος από το κέλυφος
- αγχωμένος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- επιβαρυντική
- ταραγμένος
- καμμένος έξω
- εξουθενωμένος
- διαταραγμένος
- αιχμηρός
- εκνευρισμένος
- εξαντλημένος
- ταραγμένος
- τεταμένος
- Ατελείωτος
- ανήσυχος
- μη επανδρωμένο
- Αλυσίδες
- Φθαρμένος
Nearest Words of stressed
- stress test => Τεστ αντοχής
- stress mark => Σημάδι πίεσης
- stress incontinence => Ακράτεια ούρων από πίεση
- stress fracture => Κατάγματα καταπόνησης
- stress => στρες
- streptothricin => Στρεπτομυκίνη
- streptosolen jamesonii => Στρεψολένι το κοκκινωπό
- streptosolen => Streptosolen
- streptopelia turtur => Τρυγόνι
- streptopelia risoria => Τουρκοπερίστερο
- stressful => αγχωτικό
- stressor => Παράγοντας καταπόνησης
- stretch => Τέντωμα
- stretch along => τέντωμα κατά μήκος
- stretch forth => εκτείνω, τεντώνω
- stretch mark => ραγάδα
- stretch out => εκτείνετε
- stretch pants => Ελαστικό παντελόνι
- stretch receptor => Υποδοχέας τεντώματος
- stretch reflex => Τανυστικό αντανακλαστικό
Definitions and Meaning of stressed in English
stressed (s)
suffering severe physical strain or distress
stressed (a)
bearing a stress or accent
FAQs About the word stressed
αγχωμένος
suffering severe physical strain or distress, bearing a stress or accent
εξαντλημένος,αγχωμένος,στο ράφι,κουρασμένος,θυμωμένος,ενοχλημένος,ερεθισμένος,σοκαρισμένος από το κέλυφος,αγχωμένος,ανήσυχος
χαλαρός,ξεκούραστος,ανέμελος,χαλαρός,ανέμελος,Ανεπηρέαστος,ανέμελος
stress test => Τεστ αντοχής, stress mark => Σημάδι πίεσης, stress incontinence => Ακράτεια ούρων από πίεση, stress fracture => Κατάγματα καταπόνησης, stress => στρες,