Greek Meaning of stressor
Παράγοντας καταπόνησης
Other Greek words related to Παράγοντας καταπόνησης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of stressor
- stressful => αγχωτικό
- stressed => αγχωμένος
- stress test => Τεστ αντοχής
- stress mark => Σημάδι πίεσης
- stress incontinence => Ακράτεια ούρων από πίεση
- stress fracture => Κατάγματα καταπόνησης
- stress => στρες
- streptothricin => Στρεπτομυκίνη
- streptosolen jamesonii => Στρεψολένι το κοκκινωπό
- streptosolen => Streptosolen
- stretch => Τέντωμα
- stretch along => τέντωμα κατά μήκος
- stretch forth => εκτείνω, τεντώνω
- stretch mark => ραγάδα
- stretch out => εκτείνετε
- stretch pants => Ελαστικό παντελόνι
- stretch receptor => Υποδοχέας τεντώματος
- stretch reflex => Τανυστικό αντανακλαστικό
- stretchability => ελαστικότητα
- stretchable => ελαστικό
Definitions and Meaning of stressor in English
stressor (n)
any agent that causes stress to an organism
FAQs About the word stressor
Παράγοντας καταπόνησης
any agent that causes stress to an organism
No synonyms found.
No antonyms found.
stressful => αγχωτικό, stressed => αγχωμένος, stress test => Τεστ αντοχής, stress mark => Σημάδι πίεσης, stress incontinence => Ακράτεια ούρων από πίεση,